Γράφει ο Θράσος Μίαρης, Φοροτεχνικός, Συνεργάτης Ε.Ε.Α.
Πρακτικά :
Όλα γίνονται ηλεκτρονικά στις γνωστές μας πλατφόρμες gov.gr
Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών
Μπορείτε εσείς ή εξουσιοδοτημένος σύμβουλος σας, να αιτηθείτε εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, εάν οφείλετε συνολικά πάνω από 10.000€, προς:
- χρηματοδοτικούς φορείς
- το δημόσιο
- φορείς κοινωνικής ασφάλισης
Θα χρειαστείτε τους προσωπικούς σας κωδικούς πρόσβασης στο Taxisnet.
Η αίτηση αξιολογείται από τους χρηματοδοτικούς φορείς που υποβάλλουν, μέσω της Πλατφόρμας, πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών. Εάν συναινέσετε στην πρόταση, συνάπτεται η σύμβαση αναδιάρθρωσης με τους πιστωτές σας.
Η συναίνεση του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης παρέχεται υπό προϋποθέσεις «αυτοματοποιημένα».
Σημειώστε πως την αίτηση υποβάλλετε τόσο εσείς, όσο και αυτοί που έχετε συμπεριλάβει: σύζυγος ή εξαρτώμενο μέλος ή συνοφειλέτης.
Παρακαλούμε επιλέξτε μια από τις ακόλουθες ιδιότητες (αιτών, σύμβουλος, σύζυγος, εξαρτώμενο μέλος ή συνοφειλέτης) που ισχύουν για το πρόσωπό σας.
-
Σχετικές συναλλαγές
Πληροφορίες :http://www.keyd.gov.gr/ryumish_ofeilvn_ejvdik/
Δυνατότητα αποπληρωμής σε 240 δόσεις προς εφορία και ταμεία και 420 προς τις τράπεζες .
Ρύθμιση των οφειλών με περίοδο αποπληρωμής έως και 20 έτη για χρέη προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και, κατά περίπτωση, έως 35 χρόνια προς τις τράπεζες ή πτώχευση με ρευστοποίηση της περιουσίας και οριστική απαλλαγή από τα χρέη τους εντός 36 μηνών μπορούν να επιλέγουν ή και να οδηγούνται στο εξής οι δανειολήπτες των οποίων τα δάνεια βρίσκονται σε καθυστέρηση.
Οι παραπάνω επιλογές παρέχονται με το νέο πτωχευτικό πλαίσιο (νόμος 4738/2020 «Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας και άλλες διατάξεις»). Ωστόσο, στην περίπτωση που κάποιος οφειλέτης δεν επιλέξει έναν από τους δύο τρόπους διευθέτησης, τότε μπορεί ανά πάσα στιγμή με αίτηση των πιστωτών του να κηρυχθεί σε πτώχευση και να απολέσει όχι μόνο την περιουσία του, αλλά μέρος του εισοδήματός του, καθώς προβλέπεται και πτώχευση για τα φυσικά πρόσωπα.
Με το νέο πλαίσιο αίρεται και η προστασία της πρώτης κατοικίας και η μόνη πρόνοια που απομένει είναι για τους οικονομικά ευάλωτους δανειολήπτες, οι οποίοι μπορούν να αιτηθούν τη μεταβίβαση της πρώτης κατοικίας τους στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης που θα συσταθεί γι’ αυτόν το λόγο, και να διαμένουν σε αυτή πληρώνοντας ενοίκιο για 12 έτη και στη συνέχεια να την επαναγοράσουν.
Για την ίδια κατηγορία δανειοληπτών προβλέπεται και η δυνατότητα χορήγησης στεγαστικού επιδόματος, το ύψος του οποίου καθορίζεται από τον αριθμό των μελών του νοικοκυριού, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 210 ευρώ τον μήνα. Αντίστοιχα, για οσους υπαχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό υπάρχει η δυνατότητα επιδότησης του στεγαστικού δανείου με μέγιστη διάρκεια τα πέντε έτη.
Οι αιτήσεις για ρύθμιση χρεών-οφειλών με τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού θα υποβάλλονται μέσω της ειδικής πλατφόρμας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ), ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το νέο πλαίσιο προβλέπει «κουρέματα» ακόμα και των κύριων οφειλών προς το Δημόσιο έως και 75% και προς τις τράπεζες έως και 80%.
Αίτηση για εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών μπορούν να υποβάλουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, υπό την προϋπόθεση ότι οι οφειλές τους είναι άνω των 10.000 ευρώ και τουλάχιστον προς δύο πιστωτές. Επίσης, αίτηση μπορεί να υποβάλουν και οι τράπεζες.
Αξία ρευστοποίησης
Σύμφωνα με τον νόμο, ο οφειλέτης θα πρέπει να πληρώσει κατ’ ελάχιστον την αξία ρευστοποίησης όλης της περιουσίας του (ανεξαρτήτως αν το ποσό αυτό καλύπτεται από τα δηλωμένα εισοδήματά του).
Για τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, η αξία ρευστοποίησης προσδιορίζεται ως το μέγιστο ανάμεσα στη φορολογητέα αξία και την εμπορική αξία, μειωμένη κατά 3% λόγω των εξόδων της διαδικασίας ρευστοποίησης. Για τα κινητά περιουσιακά στοιχεία η αξία ρευστοποίησης ταυτίζεται με την εμπορική αξία.
Αυτό σημαίνει ότι αν η αξία ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη υπερβαίνει το ύψος των οφειλών, τότε δεν υπάρχει διαγραφή χρέους. Αν όμως υπολείπεται, σε συνδυασμό με τις άλλες παραμέτρους που θέτει ο νόμος, γίνεται διαγραφή οφειλής. Πρόσθετα στο παραπάνω ποσό, ο οφειλέτης θα πρέπει να πληρώσει και το ποσό που περισσεύει από τα εισοδήματά του (μετά την κάλυψη των εύλογων δαπανών διαβίωσης στην περίπτωση των φυσικών προσώπων και του αναγκαίου κεφαλαίου κίνησης για τα νομικά πρόσωπα), εφόσον τα εισοδήματά του είναι επαρκή και μπορούν να υποστηρίξουν κάτι τέτοιο.
Επιπλέον, ο οφειλέτης έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι μπορεί να πληρώνει παραπάνω (με σκοπό να αποπληρώσει νωρίτερα και να αποφύγει την επιβάρυνση τόκων) και τότε προστίθεται και αυτό το ποσό.
Μέγεθος «κουρέματος»
Όπως ορίζει το νέο πλαίσιο, το «κούρεμα» προς το Δημόσιο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 95% των απαιτήσεων του Δημοσίου από πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από τη φορολογική διοίκηση και 85% των απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής.
Επιπλέον στην περίπτωση των διμερών διαπραγματεύσεων ή στις πολυμερείς διαπραγματεύσεις όταν η προσφερόμενη λύση από τους χρηματοδοτικούς φορείς προκύπτει από την αντιπρόταση των πιστωτών, το «κούρεμα» βασικής οφειλής προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 75%. Σημειώνεται ότι διαγραφή βασικής οφειλής παρακρατούμενων φόρων, επιρριπτομενων φορων προς το Δημόσιο και ασφαλιστικών εισφορών, δηλαδή ΦΠΑ, ΦΜΥ απαγορεύεται από τον νόμο. Αντίστοιχα, το «κούρεμα» προς τους χρηματοδοτικούς φορείς δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 80% των απαιτήσεων των χρηματοδοτικών φορέων (εξαιρουμένων των τόκων υπερημερίας για τους οποίους δεν υπάρχει όριο).
Η ρύθμιση οφειλών με το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης επιβαρύνεται με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου, προσαυξημένο κατά 5%, το οποίο υπολογίζεται ετησίως.
Η ρύθμιση οφειλών με τους χρηματοδοτικούς φορείς επιβαρύνεται με επιτόκιο ίσο με το Euribor/Libor τριμήνου/μηνός, προσαυξημένο κατά 3,25% για εξασφαλισμένες οφειλές και 4,5% για μη εξασφαλισμένες οφειλές.
Το ποσό μηνιαίας δόσης αυξάνεται σταδιακά μετά από 1 και 4 έτη. Περαιτέρω, σε περίπτωση που η προσφερόμενη λύση από τους χρηματοδοτικούς φορείς προκύπτει από την αντιπρόταση των πιστωτών, προβλέπεται σταδιακή αύξηση με διάφορα βήματα ανάλογα το είδος δανείου – οφειλέτη.
Σε ό,τι αφορά το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης για τη ρύθμιση οφειλών με το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ανέρχεται σε 50 ευρώ.
Στην περίπτωση που η προσφερόμενη λύση από τους χρηματοδοτικούς φορείς προκύπτει από την αντιπρόταση των πιστωτών, προβλέπεται ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης προς χρηματοδοτικούς φορείς που ανέρχεται σε 50 ευρώ ανά δάνειο με εξασφάλιση και σε 50 ευρώ ανά πιστωτή για δάνεια χωρίς εξασφάλιση. Ο μέγιστος αριθμός δόσεων ρύθμισης αποπληρωμής οφειλής προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης είναι 240. Στην περίπτωση που η προσφερόμενη λύση από τους χρηματοδοτικούς φορείς προκύπτει από την αντιπρόταση των πιστωτών, προβλέπεται μέγιστο όριο 420 δόσεων για τα εξασφαλισμένα δάνεια φυσικών προσώπων, 240 δόσεων για μη εξασφαλισμένα δάνεια φυσικών προσώπων και εξασφαλισμένα δάνεια νομικών προσώπων και 180 δόσεων για μη εξασφαλισμένα δάνεια νομικών προσώπων.
Και όριο ηλικίας
Επιπλέον για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα έχει προβλεφθεί από τους χρηματοδοτικούς φορείς το μέγιστο όριο ηλικίας τα 85 ετη, βάσει του οποίου μειώνεται ο αριθμός των δόσεων, εκτός αν συμβληθεί εγγυητής μικρότερης ηλικίας. Όλη η διαδικασία διενεργείται αυτόματα από την ηλεκτρονική πλατφόρμα του νέου νόμου, μέσω της οποίας παράγεται η σχετική ρύθμιση, χωρίς να απαιτείται εμπλοκή ανθρώπινου παράγοντα ή και έγκριση οποιουδήποτε στελέχους, σύμφωνα με τα όσα ήδη ορίζει ο νόμος.
Στη συνέχεια οι χρηματοδοτικοί φορείς μπορούν να καταθέσουν πρόταση ρύθμισης προς τον οφειλέτη. Αν η πρόταση εξασφαλίσει τη συναίνεση του οφειλέτη και της απαιτούμενης πλειοψηφίας των χρηματοδοτικών φορέων (60%), διαβιβάζεται στο Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι καλούνται εντός συγκεκριμένου διαστήματος να ελέγξουν την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου και εφόσον πληρούνται τότε αυτομάτως παρέχεται η αυτόματη έγκρισή τους.
Πότε και πώς καταγγέλλεται η σύμβαση
Εάν οφειλέτης που ρύθμισε τα χρέη του με τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού καθυστερήσει την καταβολή τριών ή περισσότερων δόσεων προς οποιονδήποτε από τους πιστωτές του, ο πιστωτής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση αναδιάρθρωσης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο του νέου πτωχευτικού, την ίδια δυνατότητα έχει κάθε πιστωτής, εάν ο οφειλέτης καθυστερήσει να του καταβάλει πάνω από το 3% του συνολικού ποσού που οφείλει στο συγκεκριμένο οφειλέτη.
Την ίδια στιγμή, η καταγγελία από κάποιον πιστωτή σημαίνει ότι ο οφειλέτης χάνει τη ρύθμιση της οφειλής του, μόνο ως προς το συγκεκριμένο πιστωτή.
Στον οποίο θα οφείλει τα ποσά που όφειλε πριν από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης, αφού από αυτά αφαιρεθούν τα ποσά που είχε καταβάλει μέχρι την καταγγελία.
Τέλος, ο πιστωτής που κατήγγειλε τη σύμβαση μπορεί να κινηθεί άμεσα κατά του οφειλέτη για να εισπράξει τα οφειλόμενα ποσά.
Η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων και πρώτης κατοικίας
Το νέο πτωχευτικό πλαίσιο που τίθεται σε ισχύ από 1ης Ιουνίου εισάγει, μεταξύ άλλων, την πτώχευση των φυσικών προσώπων με την εκποίηση του συνόλου της περιουσίας τους, περιλαμβανομένης και της κύριας κατοικίας τους.
Η μόνη «πρόνοια» που προβλέπεται για όσους χάσουν και την κύρια κατοικίας τους είναι η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος και η μεταβίβαση της πρώτης κατοικίας στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, με την προοπτική, μετά την παρέλευση 12 ετών και την καταβολή των ενοικίων, να την επαναγοράσουν.
Επισημαίνεται ότι η εν λόγω «πρόνοια» αφορά μόνο τους οικονομικά ευάλωτους, που στην περίπτωση μιας πενταμελούς οικογένειας το ετήσιο εισόδημα δεν ξεπερνάει τις 21.000 ευρώ.
Για τους υπόλοιπους δεν υπάρχει κάποια πρόνοια, καθώς η πρώτη κατοικία -όπως άλλωστε για τους οικονομικά ευάλωτους- αποτελεί μέρος της πτωχευτικής περιουσίας.
Το τελικό όφελος για τους «κόκκινους δανειολήπτες» από τη ρευστοποίηση της περιουσίας τους, συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης κατοικίας τους, είναι η απαλλαγή εντός ενός έτους από τα χρέη τους.
Με βάση το νέο πλαίσιο, οι πιστωτές πλέον μπορούν να κηρύσσουν σε πτώχευση τους οφειλέτες τους, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου.
Ειδικότερα, βάσει του νόμου 4738/2020 σε πτώχευση κηρύσσεται ο οφειλέτης που βρίσκεται σε παύση πληρωμών. Δηλαδή, αυτός που αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο.
Παύση πληρωμών
Για να χαρακτηρισθεί σε κατάσταση παύσης πληρωμών ένας οφειλέτης θα πρέπει να μην καταβάλλει χρηματικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 40% των συνολικών του ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του προς τον αντίστοιχο φορέα για περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ.
Η πτώχευση κηρύσσεται έπειτα από αίτηση ενός ή περισσοτέρων πιστωτών με έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή μετά από αίτηση του οφειλέτη.
Όταν η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, οι οποίοι εκπροσωπούν το 30% τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 20% των ενέγγυων, και εφόσον πρόκειται για επιχείρηση και δεν είναι πτώχευση μικρού αντικειμένου, μπορεί να περιέχει αίτημα για εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής.
Παρακράτηση μισθού
Σύμφωνα με τον νόμο, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται. Σε περίπτωση οφειλέτη φυσικού προσώπου, από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την απαλλαγή του οφειλέτη, στην πτωχευτική περιουσία ανήκει και το μέρος του ετησίου εισοδήματός του που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.
Αυτό σημαίνει ότι για την αποπληρωμή της οφειλής ενός φυσικού προσώπου, πέραν της ρευστοποίησης της περιουσίας, παρακρατείται και το μέρος π.χ. του μισθού του που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.
Εξαίρεση εισοδημάτων
Πάντως, τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη εξαιρούνται της πτωχευτικής περιουσίας ανεξαρτήτως ύψους, όταν, έπειτα από αίτησή του, το πτωχευτικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του οφειλέτη ή και άλλα πάγια περιουσιακά του στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το 10% των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των 100.000 ευρώ, εξαιρουμένων όσων έχουν αποκτηθεί στη διάρκεια των δώδεκα μηνών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης.
Η απαλλαγή του οφειλέτη φυσικού προσώπου από τα χρέη του επέρχεται με την πάροδο 36 μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης. Ωστόσο, αν στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνεται και η πρώτη κατοικία η απαλλαγή επέρχεται σε 12 μήνες.
Φορέας επαναμίσθωσης
Σε περίπτωση που ένας ευάλωτος οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση, ή σε περίπτωση που σε βάρος της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο πιστωτή, ο ευάλωτος οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτημα μεταβίβασης ή μίσθωσης της κύριας κατοικίας του σε Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης και να συνεχίσει τη διαμονή του στην πρώην κύρια κατοικία με την καταβολή ενοικίου.
Η διάρκεια της μίσθωσης ορίζεται σε 12 έτη και το ύψος του ενοικίου θα είναι ανάλογο με την αξία και την περιοχή της κατοικίας και αναπροσαρμόζεται κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με τον νόμο, εφόσον ο οφειλέτης καταβάλει το σύνολο των μισθωμάτων για τη διάρκεια της μίσθωσης, μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα επαναγοράς και να αποκτήσει έναντι τιμήματος επαναγοράς που θα καθορισθεί με υπουργική απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, η τιμή επαναπόκτησης θα είναι πλησίον της εμπορικής αξίας του ακινήτου.
Σε κάθε περίπτωση για να γίνει πρόταση επαναγοράς από τον οφειλέτη θα πρέπει να περάσουν 12 χρόνια μίσθωσης και καταβολής των ενοικίων. Ακόμη και αν μπορεί να την επαναγοράσει νωρίτερα, θα πρέπει να καταβάλει πρώτα τα ενοίκια 12 ετών.
Όπως προαναφέρθηκε, στη συγκεκριμένη κατηγορία οφειλετών, δηλαδή τους οικονομικά ευάλωτους, προβλέπεται και η καταβολή στεγαστικού επιδόματος.
Στεγαστικό επίδομα
Το μέγιστο ποσό του στεγαστικού επιδόματος για τα ευάλωτα νοικοκυριά ορίζεται ως ακολούθως: α) Για τον αιτούντα: 70 ευρώ ανά μήνα. β) Για κάθε επιπλέον μέλος του νοικοκυριού προσαύξηση 35 ευρώ τον μήνα. γ) Στη μονογονεϊκή οικογένεια χορηγείται επιπλέον προσαύξηση 35 ευρώ τον μήνα. δ) Στα νοικοκυριά με απροστάτευτο/α τέκνο/α, χορηγείται επιπλέον προσαύξηση 35 ευρώ τον μήνα για κάθε απροστάτευτο τέκνο. δ) Ως ανώτατο όριο του επιδόματος στέγασης ορίζονται τα 210 ευρώ μηνιαίως, ανεξαρτήτως της σύνθεσης του νοικοκυριού.
Τέλος, η μίσθωση καταγγέλλεται εφόσον ο μισθωτής είναι υπερήμερος ως προς την καταβολή 3 μισθωμάτων και η υπερημερία δεν θεραπευθεί ως προς το σύνολό της εντός μηνός από τη σχετική όχληση του μισθωτή. Η μίσθωση καταγγέλλεται επίσης σε περίπτωση που κριθεί από το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο ότι ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από τις οφειλές του.